- καλοκάμωτος
- -η, -οκαλοκαμωμένος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + καμωτός (< κάμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαλοκάμωτος — η, ο [καλοκάμωτος] 1. αυτός που δεν είναι καλοκαμωμένος, κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος (για πράγματα και ανθρώπους) 2. (για υπόθεση) που δεν έχει προχωρήσει και τελειώσει όπως πρέπει 3. (καρπός) ακαλογίνωτος, που δεν έχει τέλεια ωριμάσει … Dictionary of Greek
καλόσαρκος — η, ο (Μ καλόσαρκος, ο[ν]) νεοελλ. αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του μσν. αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
καλοκαμωμένος — καλοκαμωμένος, η, ο και καλοκάμωτος, η, ο καλοφτιαγμένος, όμορφος: Συνόδευε μια καλοκαμωμένη κοπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)